Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ακόμα και με ό,τι σκεφτόμαστε: Η “αυτο-λογοκρισία” στη Βενεζουέλα

Kilmainham Gaol cell door peephole, Dublin, Ireland. Photo by LenDog64 via Flickr (CC BY-ND 2.0)

Kilmainham Gaol, από την κλειδαρότρυπα της πόρτας ενός κελιού, Ιρλανδία. Φωτογραφία του LenDog64 από το Flickr (CC BY-ND 2.0)

Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα του διαμερίσματός μου με ξύπνησαν στης έξι το πρωί. Ζω σε ένα πολύ ήσυχο κτήριο και έχω κουδούνι. Αλλά δεν πρόκειται για φυσιολογικές συνθήκες. Ήταν τον Μάρτιο του 2014. Για ένα μήνα οι άνθρωποι σε ολόκληρη τη Βενεζουέλα παρήλαυναν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι ενάντια στην κυβέρνησή μας.  

Όταν ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις, προκαλώντας συγκρούσεις με την αστυνομία καθώς και κλείνοντας πολλούς κεντρικούς δρόμους, οι πολίτες στράφηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ενημερωθούν για τα γεγονότα. Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο της Βενεζουέλας πλήττονται βαριά από την “αυτο-λογοκρισία” και μόλις που καλύπτουν όσα συμβαίνουν στην περιοχή. Είτε με σκοπό να συμμετέχουν είτε για να δουν αν μπορούν να πάνε στις δουλειές τους την ημέρα εκείνη, όσοι βγήκαν στο δρόμο εκείνη τη μέρα κατέληξαν να αναμεταδίδουν τις επιθέσεις της αστυνομίας από τα κινητά τους τηλέφωνα.  

Μερικοί ισχυρίστηκαν ότι η σύνδεση στο Internet ήταν πιο αργή κατά τις στιγμές κορύφωσης των διαδηλώσεων, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι αυτή ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό. Πολλοί ανέφεραν ότι οι αστυνομικοί είχαν μαζί τους συσκευές που μπλοκάρουν το σήμα των τηλεφώνων, όταν κατέφθασαν για να καταστείλουν τις διαδηλώσεις. Ένα τηλεοπτικό κανάλι της Κολομβίας [es] που κάλυπτε τις διαδηλώσεις βγήκε εκτός αέρα και η διαδικτυακή μετάδοση παρεμποδίστηκε στη Βενεζουέλα. 

Από την πρώτη στιγμή των διαδηλώσεων προσπάθησα να χαρτογραφήσω τη διαδικτυακή λογοκρισία [en] και να βοηθήσω τον κόσμο να μάθει να χρησιμοποιεί κρυπτογραφημένα εργαλεία επικοινωνίας. Έτσι εκείνο το πρωί που με ξύπνησαν τα χτυπήματα στην πόρτα μου σηκώθηκα τρομαγμένη μέχρι θανάτου. Φοβήθηκα ακόμα περισσότερο, όταν κοίταξα από το παράθυρο στον χώρο του πάρκινγκ και είδα πολλούς άνδρες με μεγάλα όπλα και αλεξίσφαιρα γιλέκα να περικυκλώνουν το κτήριο σαν να πρόκειται για επιχείρηση των ειδικών δυνάμεων. Το αγόρι μου προσπάθησε να κοιτάξει έξω από το ματάκι της πόρτας και αυτός και εγώ προσπαθήσαμε να είμαστε όσο πιο αθόρυβοι γίνεται. Η αστυνομία έκανε έφοδο στο κτήριο. 

Όταν έφτασε στο κτήριό μας η αστυνομία δεν έψαχνε για εμάς, αλλά εν μέσω φόβου και σύγχυσης δεν υπήρχε τρόπος να είμαστε σίγουροι γι’ αυτό. Μερικές μέρες αργότερα εισέβαλαν στο σπίτι της Mildred Manrique [es], δημοσιογράφου της εθνικής εφημερίδας 2001, και την οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση. Υπήρξαν πολλές εισβολές και συλλήψεις σε ολόκληρη την πόλη χωρίς δικαστική εντολή ή οποιαδήποτε απόδειξη ότι διαπράχθηκε κάποιο έγκλημα.

Στάθηκα ακίνητη μέσα στο διαμέρισμά μου και δεν άνοιξα την πόρτα. Τελικά η αστυνομία έφυγε για να χτυπήσει τις πόρτες άλλων διαμερισμάτων, επειδή δεν έψαχναν για εμάς. Στο διαμέρισμα της Mildred επίσης κανείς δεν άνοιξε την πόρτα. Αλλά η αστυνομία την έσπασε με ένα κρουστικό έμβολο. Βρήκαν ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο (το οποίο οι δημοσιογράφοι οφείλουν να έχουν σύμφωνα με τους κανονισμούς ασφαλείας) και έναν υπολογιστή που “περιείχε υλικό ενάντια της κυβέρνησης”. Αυτό ήταν αρκετό γι’ αυτός για να την οδηγήσουν στο τμήμα για ανάκριση. 

Μερικές ώρες μετά την εισβολή ανέβασα στο Facebook μια ταραγμένη ενημέρωση κατάστασης σχετικά με ό,τι συνέβη. Η μητέρα μου με κατσάδιασε στο τηλέφωνο: “Θα βρεις τον μπελά σου που το έκανες αυτό”. Συνήθως δεν δίνω σημασία στις προειδοποιήσεις της μητέρας μου, νομίζω ότι είναι υπερπροστατευτική, αλλά δεν μπορώ να αποτινάξω το συναίσθημα ότι σε αυτήν την περίπτωση ίσως έχει δίκιο. 

Δεν υπάρχει μια συνοχή στην πολιτική που ακολουθείται για τον κανονισμό που διέπει το διαδίκτυο στη Βενεζουέλα. Αντιθέτως, είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις κρατήσεων [en] και διαδικτυακής λογοκρισίας [en]. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός ιστότοπων [en] κλείνουν και ανοίγουν από την κυβέρνηση από το 2007, μερικές φορές επίσημα με εντολή της επιτροπής τηλεπικοινωνιών και άλλες φορές έμμεσα μέσω του CANTV, του κρατικού φορέα παροχής υπηρεσιών διαδικτύου που ελέγχει τουλάχιστον 80% της εθνικής αγοράς. Σε καμία περίπτωση κλεισίματος σταθμού, κάποιες από τις οποίες βρίσκονται ακόμα σε ισχύ, δεν έφτασε η υπόθεση στα δικαστήρια.  

Για παράδειγμα, το διαδικτυακό περιεχόμενο που “προάγει, δικαιολογεί ή υποκινεί δημόσιες ταραχές”, απαγορεύεται [en] και αυτού του είδους οι αόριστοι ορισμοί έχουν χρησιμοποιηθεί για να ποινικοποιήσουν κάθε είδους διαδικτυακής δραστηριότητας. Ένα νομοσχέδιο ηλεκτρονικού εμπορίου [en], που βρίσκεται στα πρόθυρα της έγκρισης τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, θα απαγορεύει την ηλεκτρονική πώληση πορνογραφίας, ιατρικών σκευασμάτων, βασικών προϊόντων σίτισης και διάφορων άλλων αγαθών [en].

Τα επιχειρήματα των υπερασπιστών της ελευθερίας του λόγου και ενός ελεύθερου Internet βρίσκουν πάντα απέναντί τους έναν τοίχο. Η έννοια της ουδετεροποίησης του διαδικτύου απορρίφθηκε από τους αξιωματούχους της κυβέρνησης της Βενεζουέλας οι οποίοι υποστηρίζουν ότι “η ουδετεροποίηση δεν είναι υπαρκτή επειδή η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη”. Εντούτοις η ουδετερότητα είναι μια ξένη έννοια για τη Βενεζουέλα όπου τα πάντα έχουν πολιτικό αντίκτυπο ακόμα και η μάρκα καφέ που επιλέγει κανείς ή το χρώμα που επιλέγει να φορέσει μια συγκεκριμένη μέρα. Και η δημόσια πολιτική της κυβέρνησης της Βενεζουέλας σχετικά με το Internet και ιδιαίτερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι καθόλου ουδέτερη. Το κράτος δημιούργησε έναν “επικοινωνιακό αντάρτη” [en], που σχεδιάστηκε για να “μάχεται ενάντια στα ψέμματα και την παραπληροφόρηση που εξαπλώνεται από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης” και έχει ως στόχο το να δημιουργεί θέματα που να αποτελούν τάσεις και να παρενοχλεί τους ανθρώπους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Φέτος ιδρύθηκε ένα “Υφυπουργείο κοινωνικών δικτύων”, ο ρόλος του οποίου δεν είναι ακόμα ξεκάθαρος. 

Η κυβέρνηση επέβαλλε μια ολοένα και ισχυρότερη παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε μια προσπάθεια να “κερδίσει έδαφος” στην παροιμιώδη “ιδεολογική μάχη” στην οποία εδραιώνεται. Ο Diosdado Cabello, ένας από τους ισχυρότερους συνεργάτες του αποθανόντα πρωθυπουργού Ούγο Τσάβες, είπε το 2010 ότι: Η αντιπολίτευση θεωρεί ότι είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης” και ισχυρίζεται ότι “θα επιτεθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δουν τις απόψεις που εκφράζονται από [τους δικούς τους] πολιτικούς αντιπάλους.” 

Πολύς κόσμος έχει τεθεί υπό κράτηση, επειδή μοιράστηκε στο Twitter ανάρμοστα σχόλια για το θάνατο του Πρωθυπουργού Τσάβες. Αυτό συνέβη με αφορμή τα tweets σχετικά με τραπεζικές φήμες ή την ανάρτηση “πλαστών” εικόνων. Οι χρήστες του Twitter με λιγότερους από εκατό ακόλουθους τέθηκαν υπό κράτηση με την κατηγορία ότι “αποσταθεροποιούν τη χώρα” [en]. Αυτά τα προφανώς δυσανάλογα μέτρα δε σκοπεύουν απλά στην τιμωρία των αυτουργών αλλά και στο να προειδοποιήσουν και όλους τους άλλους. Επιπλέον, εκείνοι που εναντιώνονται χαρακτηρίζονται από τα μέσα ενημέρωσης ως “προδότες”, “ταραξίες” και “αποσταθεροποιητές” που σημαίνει ότι όταν κανείς εκφράζει μη δημοφιλείς απόψεις σε ένα δημόσιο περιβάλλον (όπως ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης) μπορεί να υποστεί επίθεση όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά και από τους διπλανούς του. Επικαλούνται τις πολιτικές θέσεις στη συνέντευξη για μια δουλειά, στα ψώνια από ένα κρατικό κατάστημα, στην προσπάθεια λήψης οποιασδήποτε οικονομικής βοήθειας που παρέχει το κράτος για σπουδές, για εργασία ή για την αγορά αγαθών. Το γεγονός αυτό γίνεται με τη σειρά του ένας λόγος που υποκινεί την “αυτο-λογοκρισία”. 

Υπάρχουν άνθρωποι που συνελήφθησαν, τόσο το 2014 όσο και νωρίτερα, για σχόλια που ανάρτησαν στο διαδίκτυο. Το 2013, ο Αndrés Rondón Sayago τέθηκε υπό κράτηση [en] επειδή δήθεν διέδιδε φωτογραφίες καμμένων ψηφοδελτίων και αργότερα υποχρεώθηκε να δημοσιεύσει ένα βίντεο (που ανέβηκε στο κανάλι του You Tube “Venezuela Full of Life”, ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που στοχεύει στο να μειώσει τις εγκληματικές δραστηριότητες) στο οποίο δηλώνει ότι δημοσίευσε τη φωτογραφία στο Facebook “κατά λάθος” και ζητά από τον κόσμο να “σταματήσει να δημοσιεύει υλικό τέτοιου είδους” και να αποφεύγει καταστάσεις “τρομοκρατίας”. Στο βίντεο τρέμει και η φωνή του ξεχειλίζει με τρόμο. 

Ακόμα δεν μπορώ να παρακολουθήσω το βίντεο χωρίς να μου έρθει να βάλω τα κλάματα. Αυτός ο φόβος που εκφράζει τόσο έντονα ο Rondón Sayago ζει μέσα στον καθένα από εμάς που τολμά να εκφράσει την εναντίωσή του. Φοβόμασταν τότε όπως και τώρα να την εκφράσουμε. Και νομίζω ότι αυτός είναι ο πιο επιτυχημένος τρόπος λογοκρισίας: εκείνος που τοποθετεί τη λογοκρισία μέσα στο μυαλό σου και σε κάνει να σκεφτείς δυο φορές για να βεβαιωθείς ότι αυτό που σκέφτεσαι μπορείς και να το πεις δημόσια. 

Μετά τις διαδηλώσεις σε μια συνάντηση σχετικά με την κατάσταση του διαδικτύου, κάποιος μου είπε ότι πρέπει να προσέχουμε ακόμα και ό,τι σκεφτόμαστε. Εξάλλου, όπως το αιτιολόγησε, λέμε ό,τι θέλουμε όταν γράφουμε στο διαδίκτυο. Δεν υπάρχει τίποτα που να με φοβίζει περισσότερο όσο παραδινόμαστε σιγά σιγά από το γεγονός ότι συνηθίζουμε να ζούμε με το φόβο και να προσαρμόζουμε τους εαυτούς μας στα περιθώρια της γυάλας που μας έχουν κλείσει να ζούμε. 

Αυτό το δοκίμιο κέρδισε τη δεύτερη θέση [en] στο διαγωνισμό της συνόδου του Global Voices #GV2015 “Με ποιον τρόπο επηρεάζουν οι πολιτικές του Internet την κοινότητά σας (Αγγλικός τίτλος: “How Do Internet Policies Affect Your Community”?) [en].Marianne Díaz [en] είναι δικηγόρος από τη Βενεζουέλα και συγγραφέας. Συνεργάζεται με την Acceso Libre και εργάζεται ως επικεφαλής του Creative Commons για τη Βενεζουέλα. Είναι μέλος του Global Voices από το 2010.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.