Η κηδεία που ένωσε σε μια εκκλησία της Συρίας επαναστάτες με κόκκινα τριαντάφυλλα στα χέρια

539337_10151546475681719_1678361628_n

Στην κηδεία της μητέρας της Marcell Shehwaro, φίλοι και επαναστάτες από όλο το Χαλέπι κατέφθασαν φορώντας λευκά και κρατώντας κόκκινα τριαντάφυλλα.

Αυτό το άρθρο είναι μέρος μιας ειδικής στήλης άρθρων της blogger και ακτιβίστριας Marcell Shehwaro, όπου περιγράφει την πραγματικότητα της ζωής στην Συρία κατά την συνεχιζόμενη ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στις δυνάμεις που μένουν πιστές στο τρέχον καθεστώς και εκείνους που παλεύουν να το ανατρέψουν. 

Ίσως να σας έχω ασφυκτικά κατακλύσει με τις λεπτομέρειες της προσωπικής μου απώλειας, όταν εξιστόρησα σε προηγούμενο άρθρο μου την ιστορία της μητέρας μου και τον δολοφόνο που ξύπναγε μέσα μου ο χαμός της. Όμως σήμερα δεν νομίζω πως μπορώ να μιλήσω για όσα συμβαίνουν στην Συρία χωρίς πρώτα να σας μεταφέρω τον πόνο και τις κραυγές των θυμάτων.

Σήμερα θα σας μιλήσω για την βραδιά του δυστυχήματος.

Είχα μείνει ως αργά στο σπίτι ενός φίλου, ανταλλάσσοντας επαναστατικές ιδέες, όταν χτύπησε το κινητό μου. Στην άλλη πλευρά της γραμμής ήχησε έντρομη η φωνή της αδελφής μου: “Η μαμά είναι στο νοσοκομείο, την πυροβόλησαν”.

Στα ελάχιστα λεπτά που με πήρε να φτάσω κοντά της, οι σκέψεις στροβιλίζονταν στο κεφάλι μου. Θα τα καταφέρει; Εγώ φταίω γι’ αυτό το κακό; Την δολοφόνησαν γιατί είναι η μητέρα μου; Σε μια προσπάθεια να με προστατέψω από το συναίσθημα της τύψης, ευχήθηκα να είχαν πυροβολήσει εμένα. Ήταν οι δικές μας σφαίρες; Ή οι δικές τους; Δεν γνώριζα και εκείνη την στιγμή δεν έμοιαζε να είχε καμία απολύτως σημασία ποια παράταξη είχε προκαλέσει τον θάνατο. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο υποτίθεται έπρεπε να πάρω την απόφαση για το αν θα την εγχείριζαν ή όχι, όμως πριν καταφέρω να απαντήσω, με ενημέρωσαν ότι πέθανε. Εκείνη την μέρα η μητέρα μου έγινε μάρτυρας.

Δεν ξέρω πώς κατάφερα να αποτινάξω την ανθρωπιά μου τόσο γρήγορα, την φύλαξα για αργότερα. Δεν έκλαψα όσο θα ήθελα: η συνείδησή μου, κορεσμένη με την επανάσταση, ήταν ο σταυρός μου, αυτός που κουβαλούσα μαζί με χιλιάδες άλλους Σύριους. Ποια είμαι εγώ λοιπόν για να παραπονεθώ; Ήταν εκείνες τις στιγμές που συνειδητοποίησα τον ίδιο μου τον εγωισμό. Ήρθα αντιμέτωπη με την ασχήμια του φόβου που υποχρέωνα την μητέρα μου να νιώθει, κάθε φορά που πήγαινα σε διαδηλώσεις – πάντα το καταλάβαινε από τα “πρόχειρα” ρούχα που φόραγα ή από την χαρά μου όταν επέστρεφα σπίτι ή πολύ απλά από την ανικανότητά μου να της πω πειστικά ψέματα – και αναπόφευκτα φλέρταρα με τον θάνατό μου. Δεν ξέρω πού έθαψα τα συναισθήματά μου ούτε πού βρήκα το πείσμα να αποφασίσω να μην σωπάσω και, ακόμα και μετά τον θάνατο της μητέρας μου, να συνεχίσω να είμαι η κόρη της επανάστασής μου, άτρωτη στα δάκρυα, άτρωτη στην ταπείνωση.

Νωρίς το επόμενο πρωί έπρεπε να πάω να συναντήσω τον υπεύθυνο αξιωματικό του σημείου ελέγχου όπου δολοφονήθηκε η μητέρα μου. Ήταν ένας ψυχρός εκτελεστής, ακριβώς όπως και το καθεστώς που τον γαλούχησε. Δεν ζήτησε καν συγγνώμη. Αναφερόταν απαξιωτικά στην δολοφονία ως ένα “μεμονωμένο λάθος”, όπως τα χιλιάδες άλλα μεμονωμένα λάθη που γίνονται σε αυτή την χώρα, ξεχνώντας, ή καλύτερα υποκριτικά ξεχνώντας, ότι αυτό το συγκεκριμένο μεμονωμένο λάθος ήταν μια μάνα, ήταν μια ιστορία αγάπης, συμπόνοιας και αναμνήσεων, ήταν η πατρίδα της οικογένειάς της. Όμως αυτοί οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να σκοτώνουν πατρίδες, οπότε γιατί εκπλήσσομαι;

Αργότερα έγινα ο στόχος των προειδοποιήσεων όλων, για το τι έπρεπε να πω και τι όχι, απ’ τον φόβο που κυρίευε την οικογένεια και την κοινωνία. Παρά το μέγεθος της απώλειάς μου, έκατσα σε μια γωνιά και τους οίκτιρα που ήταν δέσμιοι των αλυσίδων του φόβου. Αυτοί που κάποτε ήταν οι κοντινότεροι φίλοι μου. Οίκτιρα την σκλαβιά τους, όμως τους αγαπούσα τόσο πολύ που τους ευχόμουν να ελευθερωθούν. Όσο για μένα, που έτρεμα τα δάκρυα της μητέρας μου αν ποτέ μαρτυρούσα, είχα πλέον απελευθερωθεί από αυτόν τον τρόμο.

Στο μυαλό μου ηχούσαν επαναστατικά εμβατήρια, εμβατήρια που ανακαλώ μέχρι και σήμερα στην μνήμη μου όποτε συναντώ δυσκολίες. Όποτε πρέπει να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ποια πραγματικά είμαι, δημιουργώ ένα τοίχος προστασίας γύρω μου. Σιγοτραγουδούσα το εμβατήριο που μισούσε η μητέρα μου: “Πάω στην διαδήλωση, με την ψυχή στα χέρια / Θα επιστρέψω μάρτυρας μητέρα / Μην κλαις για μένα”.

Πόσο ειρωνική είναι η ζωή. Ερχόμουν σχεδόν καθημερινά πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο, διαδηλώνοντας στα πιο επικίνδυνα μέρη, ενώ με σημάδευαν σχεδόν εξ επαφής – και όμως, επιβίωσα εγώ και πέθανε εκείνη;

Την ημέρα της κηδείας έπρεπε να μεριμνήσω για όλα. Πώς θα μπορούσε η εκκλησία να γίνει χώρος σεβασμού της αξιοπρέπειας όλων των επαναστατών ανεξάρτητα από τα πιστεύω τους; Και πώς θα μπορούσα να κάνω την επανάσταση να μοιάζει με την πιο όμορφη νύφη σε αυτούς που, έχοντας προδικάσει την επανάσταση ως εξτρεμιστικό κίνημα που δεν έχει χώρο για κάτι διαφορετικό, κρατούν τις αποστάσεις τους εξ αιτίας του φόβου τους.

Έτσι κατέληξα στην επιλογή του άσπρου και του κόκκινου. Ζήτησα από τους επαναστάτες να φορέσουν άσπρα, σε αντίθεση με τους χριστιανούς φίλους και συγγενείς που θα φορούσαν μαύρα, όπως επιβάλουν τα επικήδεια έθιμα του Χριστιανισμού. Ζήτησα επίσης από τους επαναστάτες να κρατά ο καθένας από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ως ένδειξη συμπαράστασης, μια κίνηση της οποίας τον συμβολισμό όλοι θα καταλάβαιναν και θα εκτιμούσαν.

Καθώς εισήλθα στον χώρο της εκκλησίας, η θέα των πάνοπλων δυνάμεων ασφαλείας με καταρράκωσε. Δεν καταλάβαινα γιατί η κηδεία της μητέρας μου απαιτούσε την παρουσία ένοπλης ασφάλειας. Όλα αυτά θα με είχαν γονατίσει. Ήταν η αγκαλιά της επαναστατικής λευκότητας που με κράτησε. Δεν ξέρω από που ήρθε όλος αυτός ο κόσμος, όμως η αγάπη και η αποδοχή που έφεραν με γαλήνεψε. Επαναστάτες ντυμένοι στα λευκά γέμισαν τα σκαλιά της εκκλησίας κρατώντας ψηλά τα κόκκινα τριαντάφυλλα τους, κραυγάζοντας ελευθερία με την σιωπή και την ευλάβεια τους. Χιλιάδες μάτια καρφωμένα πάνω μου περίμεναν ένα νεύμα για να γίνουν όλα μια διαδήλωση, όμως σεβάστηκαν το πένθος και την απόφασή μου.

Δεν ξέρω πόσοι ακριβώς ήταν εκεί, όμως εκείνη την μέρα ένιωσα το επαναστατική Χαλέπι να σκύβει στο μέτωπό μου αφήνοντάς μου ένα φιλί, σκουπίζοντας τα δάκρυά μου ένα ένα. Εκείνη την μέρα έμαθα τι σήμαινε ένα πλήθος επαναστατών να επισκέπτεται για πρώτη φορά μια εκκλησία μόνο και μόνο για να είναι μαζί μου, για να με συλλυπηθεί. Τι σήμαινε μια κοπέλα με μαντίλα στο κεφάλι να κάθεται στο παγκάκι της εκκλησίας χωρίς να νιώθει παράξενα ή ξένη, επειδή δεν ήταν μόνη εκεί. Έμαθα τι εννοούν όταν λένε πως η επανάσταση “ενώνει τους Σύριους”.

Αν το καθεστώς έκλεψε ότι μου απέμεινε απ’ την οικογένειά μου, η επανάσταση μου έδωσε μια οικογένεια που μπορεί να αγαπά άνευ όρων. Ο καθένας μπορεί να μιλάει για θρησκευτικά δόγματα και να ισχυρίζεται ότι θέλει για την φύση της συριακής διαμάχης, όμως, βαθιά μέσα μου, πιστεύω πως αυτή η επανάσταση μας έκανε όλους να βγούμε απ΄τις κρυψώνες μας. Αυτό το πένθος μας ένωσε αναπλάθοντας την ίδια μας την ουσία .

Εκατοντάδες κόκκινα τριαντάφυλλα κατέφθασαν μαζί με όσους τα κρατούσαν. Ευχήθηκα να μπορούσα να ευχαριστήσω τον καθένα προσωπικά. Ευχήθηκα να μπορούσα να τους πω πόσο πιο βαθύς θα ήταν ο πόνος αν δεν ήταν αυτοί εκεί. Ευχήθηκα να μπορούσα να πιάσω το άρωμα του μεγαλόπρεπου Χαλεπιού στα δάκρυά τους και αφιερώνω αυτό το άρθρο  σε αυτούς, ή σε όποιους από αυτούς είναι ακόμα μαζί μας, καθώς πολλοί από αυτούς τους επαναστάτες έχουν πεθάνει υπερασπίζοντας την ελευθερία.

Τους χαμογέλασα, περήφανη για  την επανάσταση που γέννησε τέτοιους ήρωες. Τους χαμογέλασα, παλεύοντας να κρύψω τα δάκρυά μου με μια προσποιητή δύναμη, γιατί όλοι πρέπει ” να πιέσουμε την πληγή και να σηκωθούμε ψηλά” για να “εκδικηθούμε το αίμα των μαρτύρων, το αίμα της μητέρας μου, του Mustafa και του Mahmoud”. Ήταν ο όρκος που πήραμε: “Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το αίμα ενός μάρτυρα”.

Πλησίασαν το φέρετρο, όλοι τους, και με την ίδια πανέμορφη γαλήνη ακούμπησαν τα τριαντάφυλλα τους στον τάφο της μητέρας μου. Από μέσα μου της έλεγα: “Μην ανησυχείς για μένα μητέρα, η Συρία είναι η μητέρα μου”.

Κατευθυνθήκαμε στο νεκροταφείο με αυτούς αλυσίδα γύρω μου, κουβαλώντας τον πόνο μου ώστε να είναι πιο ελαφρύς για μένα. Αργότερα έμειναν μαζί μου, παρακολουθώντας θρησκευτικές λειτουργίες και προσευχές μιάμισης ώρας που ούτε καταλάβαιναν ούτε τους εξέφραζαν. Ένιωσα πως και εκείνοι θα ήθελαν να προσευχηθούν, με τον τρόπο τους. Τους ζήτησα να της διαβάσουν την Fatiha. Ήξερα πως στην καρδιά του καθενός υπήρχε αρκετή αγνότητα για να αναπαυθεί η ψυχή της. Προσευχήθηκα μαζί τους, στην πίστη μου και στην δική τους.

Μεγάλο είναι το χρέος που τους χρωστάω, βαθιά η ευγνωμοσύνη μου για την συμπόνοια τους και πολύτιμο για μένα κάθε δάκρυ που έχυσαν μαζί μου. Είναι μακρύς – μα τόσο μακρύς – ακόμα ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε μαζί, όσοι έχουμε απομείνει.


H Marcell Shehwaro αρθρογραφεί στο ιστολόγιο marcellita.com ενώ στο Twitter δημοσιοποιεί στο @Marcellita, κυρίως στην αραβική γλώσσα και στα δύο. Διαβάστε όλα τα άρθρα της στήλης εδώ.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.